Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καὶ ἀνάξιος

См. также в других словарях:

  • ανάξιος — (I) α, ο (Α ἀνάξιος, ία, ιον και αττ. ιος, ιον) 1. αυτός που δεν θεωρείται άξιος για κάτι, που έχει ή παθαίνει ή κάνει κάτι παρά την αξία, ανάρμοστα 2. αυτός που δεν τού πρέπει να έχει ή να παθαίνει κάτι 3. ο δίχως αξία, αξιοκαταφρόνητος,… …   Dictionary of Greek

  • κοπρόσκυλο — το 1. το σκυλί που ζει στις κοπριές ή που δεν απομακρύνεται από το σπίτι. 2. άνθρωπος νωθρός και ανάξιος, άχρηστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκατόμυγα — η 1. είδος μύγας. 2. άνθρωπος ευτελής και ανάξιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μία — και μια, η (ΑΜ μία) θηλ. τού ένας (εἷς) νεοελλ. 1. θηλ. τού απόλυτου αριθμητικού ένας, μία και μια, ένα, που εκφράζει την έννοια τής μονάδας 2. θηλ. τού αόρ. άρθρ. ένας, μία και μια, ένα 3. (θηλ. τής αόριστης αντωνυμίας ένας, μία και μια, ένα)… …   Dictionary of Greek

  • κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …   Dictionary of Greek

  • αερικός — και αγερικός και αρικός, ή, ό (ΑΜ ἀερικός, η, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, που τόν έχει πάρει ο αέρας 2. αυτός που έχει εκτεθεί στον αέρα για να αεριστεί 3. ευάερος, δροσερός 4. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, αερόχρωμος,… …   Dictionary of Greek

  • δυάρα — και διάρα, η και δυάρι [δύο] 1. παλαιότερο χάλκινο νόμισμα τού ελληνικού κράτους αξίας δύο λεπτών 2. (στη χαρτοπαιξία) χαρτί τής τράπουλας με τον αριθμό δύο 3. στον πληθ. δυάρες στα ζάρια όταν στο ρίξιμο πέσει και στα δύο ο αριθμός δύο 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • άθαπτος — και φτος, η, ο (Α ἄθαπτος, ον) [θάπτω] 1. αυτός που δεν έχει ταφεί, ο άταφος 2. (για άψυχα) που δεν έχει καλυφθεί με χώμα νεοελλ. 1. ακήδευτος 2. αυτός που δεν «θάφτηκε», δεν κακολογήθηκε αρχ. ο ανάξιος ταφής …   Dictionary of Greek

  • κουράδας — και κουραδάς [κουράδι (Ι)] 1. άνθρωπος δειλός, φοβιτσιάρης, χέστης 2. άνθρωπος ανάξιος λόγου, άχρηστος …   Dictionary of Greek

  • ξυλοσχίστης — και ξυλοσκίστης, ο (Α ξυλοσχίστης) αυτός που σχίζει ξύλα νεοελλ. μτφ. 1. ανάξιος, ανίκανος, αδέξιος, σκιτζής 2. αμαθής, αγράμματος …   Dictionary of Greek

  • ρετάλι — και ρετάλιο, το, Ν 1. το τελευταίο υπόλοιπο από τόπι υφάσματος που πουλιέται σε τιμή φθηνότερη από την τρέχουσα 2. μτφ. άνθρωπος ανάξιος, τιποτένιος («κάτι ρετάλια παριστάνουν τους σπουδαίους») 3. φρ. «τόν έκανε ρετάλι» τόν καταντρόπιασε. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»